λιθοφάγος

λιθοφάγος
η
ζωολ. γένος φιλοβράγχιων μαλακίων τής οικογένειας mytilidae, αλλ. λιθοδόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithophaga < litho- (< λιθο-*) + phaga (< -φαγος). Ο τ., στον πληθ. λιθοφάγα (τὰ), μαρτυρείται από το 1895 στο περ. Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”